κοακτήρ

κοακτήρ
κοακτήρ, ῆρος, , attendant in the mysteries at Sparta, IG5(1).210,212; [full] κοιακτήρ, ib.211. [full] κοάκτωρ, = Lat.
A coactor, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοακτήρ — και κοιακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) επιμελητής τών μυστηρίων στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] …   Dictionary of Greek

  • κοιακτήρ — κοιακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. κοακτήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”